φιλδισένιος

φιλδισένιος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φιλδισένιος" в других словарях:

  • φιλδισένιος — α, ο, Ν βλ. φιλντισένιος …   Dictionary of Greek

  • φιλδισένιος, -ια, -ιο — βλ. φιλντισένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλντισένιος — και φιλδισένιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από φίλντισι, σεντεφένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλντισι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαλαματ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλντισένιος, -ια, -ιο — και φιλδισένιος, ια, ιο 1. ο καμωμένος από φίλντισι (βλ. λ.), από ελεφαντοκόκαλο ή ελεφαντόδοντο. 2. ο κατασκευασμένος από μάργαρο, από σεντέφι, από μαντραπέρλα. 3. (για έπιπλα), αυτός που έχει διακόσμηση με μικρά κομμάτια ελεφαντοκόκαλο. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»